- πρωτοπλάστους
- πρωτόπλαστοςfirst-formedmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράδεισος — I Κατά τη χριστιανική θρησκεία, ο τόπος της τέλειας μακαριότητας, όπου θα παραμείνουν αιώνια οι δίκαιοι μετά τον θάνατό τους. Η λέξη, που έχει περσική προέλευση, σημαίνει κήπος, και εμφανίζεται στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα,… … Dictionary of Greek
πρωτευαγγέλιο — το, Ν θεολ. το πρώτο άγγελμα και η πρώτη προφητεία τού θεού για τον ερχομό τού Μεσσία στον κόσμο που δόθηκε στους πρωτοπλάστους μετά την παράβαση τής θεϊκής εντολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ευαγγέλιο. Η λ., στον λόγιο τ. πρωτευαγγέλιον,… … Dictionary of Greek
πρωτομαντία — ἡ, Α [πρωτόμαντις] η πρώτη μαντεία που δόθηκε από τον σατανά στους πρωτοπλάστους και η οποία αποκηρύσσεται κατά το μυστήριο τού βαπτίσματος … Dictionary of Greek
Αδάμ στίχοι — Ποίημα που έγραψε στις αρχές του 9ου αι. μ.Χ. ο μητροπολίτης Νικαίας Ιγνάτιος στη δημοτική γλώσσα εκείνης της εποχής. Αποτελείται από 143 στίχους και παρουσιάζει τον Θεό να συνομιλεί με τους πρωτόπλαστους στον Παράδεισο. Διακρίνεται για τη… … Dictionary of Greek
Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… … Dictionary of Greek
προπατορικό αμάρτημα — Έτσι χαρακτηρίζεται από την εβραϊκή και από τη χριστιανική θρησκεία η παράβαση του θελήματος του Θεού από τους πρωτοπλάστους. Η παράβαση εκείνη είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθούν, κατά την Παλαιά Διαθήκη, οι πρωτόπλαστοι από τον παράδεισο και να … Dictionary of Greek
παράδεισος — ο 1. (θρησκ.), κήπος όπου ο Θεός τοποθέτησε τους πρωτοπλάστους: Στο μέσο του Παραδείσου ήταν το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. 2. τόπος διαμονής των δικαίων μετά θάνατο: Μονάχος του κανείς ούτε στο Παράδεισο δεν κάνει. 3. μτφ., τόπος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)